Ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- σοκ < γαλλική choc
Ουσιαστικό
σοκ ουδέτερο- (ιατρική) το σύνολο των διαταραχών που προκαλούνται από βίαιες μεταβολές της κατάστασης του οργανισμού
- σηπτικό σοκ, αλλεργικό σοκ
- (μεταφορικά) ξάφνιασμα
- έπαθα σοκ έτσι όπως τον είδα ξαφνικά μπροστά μου
πηγή
***




Λέξη: σοκ, Ετυμολογία: [<γαλλ. choc] (Το μεγαλύτερο λεξικό Συνωνύμων - Αντιθέτων)
Δείτε και: Κλίση Νέας Γνωμικά κ.ά. Ομόρριζα Λεξικά Δημοτικού Βικιπ.
Δείτε και: Κλίση Νέας Γνωμικά κ.ά. Ομόρριζα Λεξικά Δημοτικού Βικιπ.
Η... | Παροιμία | Λόγια φράση | Γνωμικό | Φράση Ν.Ε. | ...της ημέρας, | Κουίζ |
Επιλέξτε σημασία για να δείτε τα συνώνυμά της | Μέρος | Πλήρες Ερμήνευμα |
---|---|---|
σοκ (η απώλειά του ήταν γι' αυτήν πραγματικό σοκ) | Ουσ. | ισχυρός νευρικός ή ψυχικός κλονισμός |
καταπληξία (μετεγχειρητικό σοκ) | Ουσ. | διαταραχή σωματικών λειτουργιών, κυρίως της κυκλοφορίας του αίματος, που μπορεί να οδηγήσει στον θάνατο |
συγκλονισμός (συναισθηματικό σοκ) | Ουσ. | πολύ έντονη συγκίνηση |
πατατράκ (ένιωσε μεγάλο σοκ όταν έμαθε ότι τον απατά η γυναίκα του) | Ουσ. | οδυνηρό ξάφνιασμα |
Για την έννοια αυτή και ►πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου