Παρασκευή 24 Ιουνίου 2016

ΣΟΚ

Ελληνικά (el)

Nuvola apps bookcase.png Ετυμολογία

σοκ < γαλλική choc

Open book 01.svg Ουσιαστικό

σοκ ουδέτερο
  1. (ιατρική) το σύνολο των διαταραχών που προκαλούνται από βίαιες μεταβολές της κατάστασης του οργανισμού
    σηπτικό σοκ, αλλεργικό σοκ
  2. (μεταφορικά) ξάφνιασμα
    έπαθα σοκ έτσι όπως τον είδα ξαφνικά μπροστά μου

Nuvola apps noatun.png Συγγενικές λέξεις


πηγή

***



Λέξη: σοκ, Ετυμολογία: [<γαλλ. choc] (Το μεγαλύτερο λεξικό Συνωνύμων - Αντιθέτων)
Δείτε και: Κλίση Νέας  Γνωμικά κ.ά.  Ομόρριζα  Λεξικά Δημοτικού  Βικιπ.  
Επιλέξτε σημασία για να δείτε τα συνώνυμά τηςΜέροςΠλήρες Ερμήνευμα
σοκ (η απώλειά του ήταν γι' αυτήν πραγματικό σοκ)Ουσ.ισχυρός νευρικός ή ψυχικός κλονισμός
καταπληξία (μετεγχειρητικό σοκ)Ουσ.διαταραχή σωματικών λειτουργιών, κυρίως της κυκλοφορίας του αίματος, που μπορεί να οδηγήσει στον θάνατο
συγκλονισμός (συναισθηματικό σοκ) Ουσ.πολύ έντονη συγκίνηση
πατατράκ (ένιωσε μεγάλο σοκ όταν έμαθε ότι τον απατά η γυναίκα του) Ουσ.οδυνηρό ξάφνιασμα
      
Για την έννοια αυτή και ►πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου