χωρίς τη σύμφωνη γνώμη των πιστών ουδεμία ισχύ έχουν.
πηγή: http://www.pentapostagma.gr/2016/06/%ce%bf-%ce%ba%cf%8d.html#ixzz4CebU9thp
Σχόλιο: Κι οι "πιστοί' να συμφωνήσουν, πάλι, δε θα έχουν!
***
Η ΔΥΝΑΜΗ στην Πίστη, έχει ΆΛΛΟ ΜΕΤΡΟ, ουδεμία σχέση με υπογραφές σε χαρτιά...
*************
πηγή: http://www.pentapostagma.gr/2016/06/%ce%bf-%ce%ba%cf%8d.html#ixzz4CebU9thp
Σχόλιο: Κι οι "πιστοί' να συμφωνήσουν, πάλι, δε θα έχουν!
***
Η ΔΥΝΑΜΗ στην Πίστη, έχει ΆΛΛΟ ΜΕΤΡΟ, ουδεμία σχέση με υπογραφές σε χαρτιά...
*************
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ισχύς <
- αρχαία ελληνική ἰσχύς
- μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική power
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ισχύς θηλυκό
- δύναμη
- Είναι πολιτικός με μεγάλη ισχύ.
- κύρος
- Πολλοί τεχνικοί κανονισμοί έχουν ισχύ νόμου.
- εγκυρότητα
- Αυτή η διάταξη δεν είναι πια σε ισχύ.
- (φυσική) ρυθμός (παραγωγής, εκπομπής, μετάδοσης, απορρόφησης, κατανάλωσης κτλ.) ενέργειας συναρτήσει του χρόνου
- μονάδα μέτρησης της ισχύος, στο Διεθνές Σύστημα Μονάδων είναι το βατ (1 W)
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- στη φυσική η ισχύς είναι εντελώς διαφορετικό μέγεθος από τη δύναμη και δεν πρέπει να συγχέεται με αυτήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου